νηολογώ

νηολογώ
(ε) μετ. регистрировать судно в портовом журнале

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νηολογώ" в других словарях:

  • νηολογώ — νηολογώ, νηολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νηολογώ — ναυτ. εγγράφω πλοίο στο νηολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • νηολογώ — νηολόγησα, νηολογήθηκα, νηολογημένος, γράφω πλοίο στο νηολόγιο κάποιου λιμανιού: Το πλοίο νηολογήθηκε στην Καβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • νηολόγηση — η ναυτ. η πράξη εγγραφής πλοίου στο νηολόγιο ενός κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. νηολόγησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»